Μαγαρικός
Look at other dictionaries:
μαγαρικός — μαγαρικός, ὁ (ΑM) πήλινο αγγείο μεγαρικής κατασκευής («μεγαρικὸς κέραμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαρικός < Μέγαρα με αφομοίωση (πρβλ. μαγαρίζω)] … Dictionary of Greek
Μαγαρικούς — Μαγαρικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαγαρικῶν — Μαγαρικός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγαρικόν — μαγαρικόν, τὸ (Μ) 1. πήλινο αγγείο, μαγαρίκα* 2. μονάδα χωρητικότητας πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθέτου μαγαρικός*] … Dictionary of Greek