Μαγαρικός

Μαγαρικός
Μᾰγᾰρικός, ,
A = Μεγαρικός, acc. to the tradesmen's pronunciation, esp. of pottery, St.Byz. s.v. Μέγαρα, cf. POxy.1851 (vi A.D.), prob. (for [full] Μακ-) in PLond.5.1904 (vi A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαγαρικός — μαγαρικός, ὁ (ΑM) πήλινο αγγείο μεγαρικής κατασκευής («μεγαρικὸς κέραμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαρικός < Μέγαρα με αφομοίωση (πρβλ. μαγαρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • Μαγαρικούς — Μαγαρικός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαγαρικῶν — Μαγαρικός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγαρικόν — μαγαρικόν, τὸ (Μ) 1. πήλινο αγγείο, μαγαρίκα* 2. μονάδα χωρητικότητας πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθέτου μαγαρικός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”